εὐπορῇς

εὐπορῇς
εὐπορέω
prosper
pres subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • обогатитисѧ — ОБОГА|ТИТИСѦ (13), ЩОУСѦ, ТИТЬСѦ гл. Обогатиться чемл., стяжать, приобрести в избытке чтол.: об҃атисѧ не б҃атьствомь то(ч)ю но и бл҃гочтье(м). не то(ч)ю злато(м) но и || добродѣте(л)ю. (πλούτησον) ΓБ XIV, 103а–б; том же лѣ(т) Василко ˫Арополичь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Ντάικ, Άντονι σερ — (Sir Anthony Van Dyck, Αμβέρσα 1599 – Λονδίνο 1641). Φλαμανδός ζωγράφος. Γιος εύπορης οικογένειας, φαίνεται ότι εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο εργαστήριο του Χέντρικ Βαν Μπάλεν, γιατί όταν το 1618 άρχισε τη συνεργασία του με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπλεν, Θορνστάιν — (Thornstein Veblen, Βάλντερς, Γουισκόνσιν 1857 – Μένλο Παρκ, Καλιφόρνια 1929). Αμερικανός οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, νορβηγικής καταγωγής. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Σικάγου και του Μιζούρι καθώς και στη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών της… …   Dictionary of Greek

  • Γκοντσάροφ, Ιβάν Αλεξάντροβιτς — (Ivan Aleksandrovich Goncharov,Σίμπιρσκ 1812 – Πετρούπολη 1891). Ρώσος συγγραφέας. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας εμπόρων, ο οποίος έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή ως κρατικός λειτουργός, εκτός από ένα μεγάλο ταξίδι που πραγματοποίησε με τη φρεγάτα… …   Dictionary of Greek

  • Εβλιά, Τσελεμπί — (Celebi Evliya, Κωνσταντινούπολη 1611 – 1682). Τούρκος περιηγητής. Γιος εύπορης οικογένειας, ο Ε. έκανε πολύχρονες σπουδές στα ιεροδιδασκαλεία της Κωνσταντινούπολης και τελικά ανακηρύχθηκε ουλεμάς (διδάκτορας θεολογίας). Ακολουθώντας τον τουρκικό …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Εσκενάζι, Ρόζα — (Κωνσταντινούπολη 1890 – Αθήνα 1980). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας του ρεμπέτικου Σάρας Σκινάζη. Η Ε. ήταν κόρη σχετικά εύπορης οικογένειας Σεφαρδιτών Εβραίων. Τα στοιχεία για τη νεανική της ηλικία δεν είναι σαφή. Σε νεαρή ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”